γαργαλιζω

γαργαλιζω
    γαργαλίζω
    γαργᾰλίζω
    1) щекотать Arst.; pass. ощущать щекотание или быть чувствительным к щекотке Arst.
    2) раздражать, возбуждать

(τὰ τέν γεῦσιν γαργαλίζοντα βρώματα καὴ πόματα Plut.)

; pass. испытывать раздражение Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γαργαλιζω" в других словарях:

  • γαργαλίζω — tickle pres subj act 1st sg γαργαλίζω tickle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ …   Dictionary of Greek

  • γαργαλίζω — γαργάλισα, γαργαλίστηκα, γαργαλισμένος 1. ερεθίζοντας ορισμένα νεύρα προκαλώ το γέλιο: Μη με γαργαλίζεις στην κοιλιά. 2. μτφ., ερεθίζω, προκαλώ την επιθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργαλίζῃ — γαργαλίζω tickle pres subj mp 2nd sg γαργαλίζω tickle pres ind mp 2nd sg γαργαλίζω tickle pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλίσει — γαργαλίζω tickle aor subj act 3rd sg (epic) γαργαλίζω tickle fut ind mid 2nd sg γαργαλίζω tickle fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλίσῃ — γαργαλίζω tickle aor subj mid 2nd sg γαργαλίζω tickle aor subj act 3rd sg γαργαλίζω tickle fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλιζομένων — γαργαλίζω tickle pres part mp fem gen pl γαργαλίζω tickle pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλιζόμεθα — γαργαλίζω tickle pres ind mp 1st pl γαργαλίζω tickle imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλιζόμενον — γαργαλίζω tickle pres part mp masc acc sg γαργαλίζω tickle pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλιζόντων — γαργαλίζω tickle pres part act masc/neut gen pl γαργαλίζω tickle pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργαλίζει — γαργαλίζω tickle pres ind mp 2nd sg γαργαλίζω tickle pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»